- Στάσανδρος
- Στάσανδροςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Στάσανδρος — Κύπριος, που πήρε μέρος στη σύνοδο του Τριπαράδεισου (321 π.Χ.) για τη διανομή των κτήσεων του Μ. Αλεξάνδρου. Σ’ αυτόν δόθηκε η σατραπεία της Αρείας και της Δραγγιανής. Όταν το 317 π.Χ. ξέσπασε πόλεμος ανάμεσα στον Αντίγονο και τον Ευμένη, ο Σ.… … Dictionary of Greek
Στασάνδρῳ — Στάσανδρος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Στάσανδρον — Στάσανδρος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Stasandros — (griechisch Στάσανδρος, lateinisch Stasander; † wohl 316 v. Chr.) aus dem zypriotischen Soloi war ein Feldherr in der Zeit der Diadochenkriege. Auf der Konferenz von Triparadeisos 320 v. Chr. wurde er von den Siegern des ersten… … Deutsch Wikipedia
άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… … Dictionary of Greek